Menu
A+ A A-

Download this policy brief as a PDF

 

Η Αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής Αποτελεί Καλή Οικονομική και Κοινωνική Πολιτική

 

Θεόδωρος Ζαχαριάδης
Καθηγητής στο Ινστιτούτο Κύπρου και Αντιπρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος

 

ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ

  • Η απεξάρτηση της Κύπρου από τα ορυκτά καύσιμα θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής και είναι σε θέση να δώσει ώθηση σε σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες και μείωση του ενεργειακού κόστους.
  • Αντί να δίνεται έμφαση μόνο στο βραχυπρόθεσμο κόστος των μέτρων για αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα σοβαρά μεσοπρόθεσμα οφέλη που θα προκύψουν για την κοινωνία.
  • Τα καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών υποδηλώνουν ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορεί να ξεπεράσουν τα οικονομικά και κλιματικά σενάρια με τα οποία πορευτήκαμε μέχρι σήμερα, με ιδιαίτερα αρνητική επίδραση στους ευάλωτους πολίτες.
  • Οι αποφάσεις που λαμβάνονται πρέπει να αξιολογούνται με σημείο αναφοράς όχι την παρούσα κατάσταση, που δεν είναι διατηρήσιμη, αλλά τη νέα κανονικότητα, που χαρακτηρίζεται από τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής τα αμέσως επόμενα χρόνια, αλλά και από το κόστος της συνέχισης της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα.

 


 

«Η κλιματική αλλαγή δεν είναι πηγή όλων των δεινών, αλλά έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την αστάθεια, τις συγκρούσεις και την τρομοκρατία».

António Guterres, Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών

 

Εισαγωγή

Η κλιματική αλλαγή δίνει ενδείξεις ότι έρχεται ταχύτερα από ό,τι προβλεπόταν και εξελίσσεται σε παγκόσμια κρίση. Παρατεταμένοι καύσωνες με ακραία υψηλές θερμοκρασίες, μεγάλης έκτασης πυρκαγιές, πολύ ασυνήθιστες σε ένταση πλημμύρες και ιδιαίτερα αυξημένες θερμοκρασίες στην ξηρά και στη θάλασσα δείχνουν ότι πολλά φυσικά φαινόμενα επιταχύνονται ή επιδεινώνονται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Η Ευρώπη, και ειδικά η περιοχή μας της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, πλήττεται περισσότερο από άλλες περιοχές του πλανήτη.

Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες μετριασμού της κλιματικής κρίσης επιτρέπουν μόνο συγκρατημένη αισιοδοξία. Ο μετριασμός μπορεί να επιτευχθεί μέσω μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου που εκλύονται στην ατμόσφαιρα ή και απορρόφησης ποσοτήτων τέτοιων αερίων που ήδη βρίσκονται στην ατμόσφαιρα. Η εικόνα είναι μικτή: Αφενός το κόστος πολλών τεχνολογιών που μειώνουν τις εκπομπές πέφτει αισθητά, και οι επενδύσεις που γίνονται παγκοσμίως σε πράσινες τεχνολογίες έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τις αντίστοιχες που γίνονται σε συμβατικές τεχνολογίες ορυκτών καυσίμων. Αφετέρου η διεθνής συνεργασία, που είναι απολύτως απαραίτητη για αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, δυσχεραίνεται λόγω των στρατιωτικών διενέξεων και του ανταγωνισμού για πρώτες ύλες, ο οποίος οδηγεί σε εμπορικές ρυθμίσεις (δασμούς) που αντιστρατεύονται τη γρήγορη διείσδυση καθαρών τεχνολογιών σε παγκόσμια κλίμακα.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μέσω της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (ΕΠΣ) πρωτοπορεί σε πρωτοβουλίες για μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, περιορισμό της ρύπανσης και προστασία της φύσης, οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις δίνουν την εντύπωση ότι οι πράσινες πολιτικές βρίσκονται σε υποχώρηση. Αυτό όμως δεν ισχύει. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των νομοθετημάτων της ΕΠΣ έχει ήδη ψηφιστεί και η ακύρωση ή αντιστροφή τους είναι πολύ δύσκολη νομικά και πολιτικά. Επίσης, η δυναμική που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων, λόγω της επιτάχυνσης στην υιοθέτηση πράσινων τεχνολογιών τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Κίνα και τη Βόρεια Αμερική, δείχνει ότι η πράσινη μετάβαση είναι σε πλήρη ανάπτυξη.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι έχει διασφαλιστεί η πορεία για να αποφύγουμε τις δραματικότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ούτε ότι οι σημερινές πολιτικές επαρκούν για ανάλογη προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας, που αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη σταθεροποίηση του κλίματος. Ωστόσο, αναφέρονται για να υπογραμμιστεί η πολύ σημαντική πρόοδος που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα – έστω και αν ακόμα δεν αρκεί.

 

Τα πολλαπλά οφέλη της κλιματικής πολιτικής

Όπως προαναφέρθηκε, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την πιο φιλόδοξη περιβαλλοντική πολιτική στον κόσμο. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, ο Ευρωπαϊκός Νόμος για το Κλίμα που εγκρίθηκε τον Ιούλιο 2021, τα νομοθετήματα του πακέτου “Fit-for-55” που όλα σχεδόν υιοθετήθηκαν εντός του 2023-24, ο Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης που εγκρίθηκε τον Ιούνιο 2024 και άλλες πρωτοβουλίες έχουν οδηγήσει σε πολύ φιλόδοξους και νομικά δεσμευτικούς στόχους. Τώρα προτεραιότητα έχει η υλοποίηση όλων αυτών των στόχων, κάτι που αναδεικνύει πολλές οικονομικές και πρακτικές δυσκολίες. Στην περίπτωση της Κύπρου, πέρα από την υλοποίηση της διείσδυσης φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής διασύνδεσης με το εξωτερικό – αποφάσεις που έχουν ληφθεί εδώ και πολλά χρόνια και θεωρούμε ότι εξακολουθούν να ισχύουν παρά τις δυσκολίες – οι βασικότερες νέες προκλήσεις είναι:

  • Η ανάγκη για επενδύσεις στην επέκταση και εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού δικτύου.
  • Η θεσμοθέτηση των «ενεργειακών κοινοτήτων» που θα επιτρέψει σε μεγάλο αριθμό πολιτών να επωφεληθούν από τη μείωση του κόστους των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
  • Η υλοποίηση των επενδύσεων για υποδομές βιώσιμης κινητικότητας και για την αναβάθμιση της ποιότητας των δημόσιων μεταφορών.
  • Οι ρυθμιστικές αποφάσεις που θα επιτρέψουν την υλοποίηση επενδύσεων αποθήκευσης ενέργειας, τη χρησιμοποίηση των ηλεκτρικών οχημάτων για παροχή ευελιξίας στο ηλεκτρικό δίκτυο και τη σταδιακή διείσδυση ανανεώσιμου υδρογόνου ή και άλλων πράσινων καυσίμων.
  • Η εξεύρεση του κατάλληλου εργατικού δυναμικού για την υλοποίηση όλων αυτών των επενδύσεων, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται έντονα άλλοι τομείς της οικονομίας (οικιστική επέκταση, μεγάλες αναπτύξεις γης) που δεν συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση, όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενο Σχόλιό μας.

Όπως έχουμε τεκμηριώσει ποσοτικά και αναφέραμε και παλαιότερα, η σταδιακή μετάβαση της Κύπρου προς τις μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες όμως θα αποφέρουν μεσοπρόθεσμα μεγαλύτερα οφέλη. Θα έχουν επίσης βραχυπρόθεσμα κόστος για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω αντισταθμιστικών μέτρων τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Ωστόσο, αυτό το βραχυπρόθεσμο κόστος δεν πρέπει να αποτρέψει τις κρατικές αρχές από τον συνεκτικό σχεδιασμό μια κλιματικής πολιτικής που θα είναι συμβατή με τις νομοθετικές δεσμεύσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο σχεδιασμός αυτός μπορεί να αποφέρει πολλαπλάσια οφέλη για την κοινωνία και την οικονομία της χώρας, όχι μόνο γιατί το κόστος μιας ανεξέλεγκτης κλιματικής αλλαγής θα είναι δυσανάλογα υψηλότερο όπως τεκμηριώνουν οι διεθνείς οργανισμοί, αλλά και γιατί οι πολιτικές μετριασμού της κλιματικής αλλαγής βοηθούν και σε άλλες πτυχές:

  • Η απεξάρτηση από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα ελαφραίνει το εμπορικό ισοζύγιο, μειώνει τις πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργούν οι διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές των καυσίμων και μειώνει την έκθεση των δημόσιων οικονομικών σε κινδύνους από αντισταθμιστικά μέτρα προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η Κύπρος διέθεσε 354 εκ. Ευρώ το 2022 για επιχορήγηση των τιμών των καυσίμων και του ηλεκτρισμού μέσω μείωσης των φόρων κατανάλωσης ή άλλων μέτρων, και αντίστοιχα ποσά το 2023. Επισημαίνεται ότι το βρετανικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη α) τις πληθωριστικές πιέσεις και τις αυξήσεις επιτοκίων που δημιουργεί μια αύξηση στο ενεργειακό κόστος, β) την αύξηση στις δημόσιες δαπάνες που συνεπάγεται και γ) τις ανάγκες για οικονομική ελάφρυνση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, εκτίμησε ότι το βρετανικό δημόσιο χρέος μπορεί να είναι σαφώς υψηλότερο στο μέλλον αν συνεχιστεί η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, σε σύγκριση με την εξέλιξή του στην περίπτωση της πράσινης μετάβασης. Παρά τη διαφορετική διάρθρωση της κυπριακής οικονομίας, η εντονότερη εξάρτησή της από την εισαγόμενη ενέργεια καθιστά πολύ πιθανή μια αντίστοιχη εξέλιξη και εδώ.
  • Η ενεργειακή αναβάθμιση των υφιστάμενων κτιρίων, ειδικά εκείνων που κατασκευάστηκαν μέχρι το 2008 οπότε δεν υπήρχαν κανονισμοί θερμομόνωσης, αυξάνει την ανθεκτικότητά τους έναντι ακραίων καιρικών συνθηκών, βελτιώνοντας έτσι τη θερμική άνεση των ενοίκων τους και προστατεύοντάς τους έναντι της ενεργειακής φτώχειας. Υπενθυμίζεται ότι τα κυπριακά νοικοκυριά συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων με υψηλά ποσοστά ενοίκων που δεν μπορούν να διατηρήσουν επαρκώς ζεστό το σπίτι τους τον χειμώνα, και σημαντικό μέρος των θανάτων που παρατηρούνται οφείλονται σε σχετικά ακραίες καιρικές συνθήκες εντός των κατοικιών (υπερβολικό ψύχος ή υπερβολική ζέστη).
  • Η πράσινη μετάβαση θα μπορέσει να μειώσει αισθητά το κόστος του ηλεκτρισμού, μέσω της μεγάλης διείσδυσης ανανεώσιμων πηγών και αποθήκευσης ενέργειας, σε συνδυασμό όμως με τη λειτουργία πραγματικά ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρισμού.
  • Η σταδιακή απεξάρτηση από τα οχήματα που καίνε ορυκτά καύσιμα, είτε μέσω ηλεκτροκίνησης είτε μέσω αύξησης της χρήσης άλλων μεταφορικών μέσων, βελτιώνει την ποιότητα ζωής στις πόλεις.
  • Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και ο εμπλουτισμός των εδαφών και της βλάστησης συμβάλλουν τόσο στον μετριασμό (απορρόφηση αερίων του θερμοκηπίου) όσο και στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, καθώς μπορούν να μειώσουν την τοπική αύξηση της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και να προστατεύσουν από ακραία φαινόμενα.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι οι πολιτικές μείωσης των εκπομπών έχουν πολλά παράπλευρα οφέλη που συχνά αγνοούνται όταν γίνεται δημόσια συζήτηση για το κόστος των πολιτικών αυτών.

 

Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αποτελεί στρατηγική επένδυση

Ανεξάρτητα από τις πολιτικές για μείωση των εκπομπών, είναι δεδομένο πως η κλιματική αλλαγή, ακόμα και αν μετριαστεί, θα οδηγήσει σε αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Επομένως, μια συνεκτική κλιματική πολιτική οφείλει να δώσει προτεραιότητα και σε επενδύσεις που θα ενισχύσουν την κλιματική ανθεκτικότητα των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των υποδομών της χώρας. Τέτοιες δράσεις θα πρέπει να εστιάζουν:

  • Στην προστασία των ηλεκτρικών υποδομών. Οι επενδύσεις για συντήρηση και εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού δικτύου θα πρέπει να παίρνουν υπόψη τους τις πιθανές αστοχίες του εξοπλισμού λόγω υψηλών θερμοκρασιών ή παρατεταμένων καυσώνων.
  • Στην προστασία των παράκτιων υποδομών από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Πρόσφατοι υπολογισμοί δείχνουν ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας στις κυπριακές ακτές θα θέσει σε κίνδυνο πολλές οικονομικές δραστηριότητες και κατοικίες, μπορεί να επηρεάσει τουλάχιστον τις μισές παραλίες του νησιού και μπορεί να κοστίσει πάνω από 2 δις. Ευρώ έως το 2100 αν δεν ληφθούν μέτρα. Στην περίπτωση της Κύπρου, η επένδυση σε έργα προστασίας των παράκτιων υποδομών υπολογίζεται ότι αποδίδουν 11 έως 15 φορές περισσότερο από το κόστος τους.
  • Στη θωράκιση του κτιριακού αποθέματος, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω.
  • Στη μείωση της θερμικής καταπόνησης για τους κατοίκους των πόλεων μέσω φύτευσης και χρήσης κατάλληλων υλικών στις οικοδομές, τα οδοστρώματα και τους δημόσιους χώρους.
Στην προσαρμογή της γεωργίας. Ειδικά σε συγκεκριμένες καλλιέργειες, η απώλεια εσόδων λόγω μειωμένης παραγωγής μπορεί να ξεπεράσει το 10-25%. Οι επενδύσεις σε κατάλληλες τεχνικές προσαρμογής μπορούν να μετριάσουν το κόστος αυτό.

 

Το κόστος της μετάβασης για την Κύπρο

Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία δίνει έμφαση στη «δίκαιη μετάβαση», ώστε η απανθρακοποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών να μη γίνει εις βάρος των πιο ευάλωτων πολιτών. Παρόλο ότι αυτή η αρχή ισχύει για όλες τις χώρες, πρέπει να επισημανθεί ότι η Κύπρος βρίσκεται σε συγκριτικά καλύτερη θέση από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες σε θέματα δίκαιης μετάβασης, καθότι δεν απειλούνται άμεσα θέσεις εργασίας. Η διαδικασία απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικά προβλήματα βιομηχανικούς κλάδους όπως η χαλυβουργία, τα πετροχημικά, τα διυλιστήρια και η αυτοκινητοβιομηχανία – όμως δεν υπάρχει ουσιαστικά παραγωγή σε αυτούς τους τομείς στην Κύπρο. Κλάδοι της κυπριακής οικονομίας που μπορούν να επηρεαστούν όπως η συμβατική ηλεκτροπαραγωγή, η τσιμεντοβιομηχανία, η πώληση συμβατικών οχημάτων και καυσίμων αναμένεται να έχουν ομαλή μετάβαση και θα έχουν χρόνο να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

 

Κλιματική κρίση και οικονομικές προοπτικές

Μέχρι πρόσφατα, οι εκτιμήσεις μελετητών και διεθνών οργανισμών έδειχναν ότι η επίπτωση της κλιματικής κρίσης στην οικονομική ανάπτυξη έως το τέλος του 21ου αιώνα δεν θα ήταν δραματική. Μελέτες στις οποίες βασίστηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το δίκτυο των Κεντρικών Τραπεζών του κόσμου για την πράσινη μετάβαση (Network for Greening the Financial System) εκτιμούσαν την οικονομική επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στην Κύπρο μέχρι το 2100 σε 3-7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Ανάλογες ήταν οι προβλέψεις τους για τον υπόλοιπο κόσμο.

Ωστόσο, πρόσφατες οικονομικές αναλύσεις, με διαφορετικές μεθόδους η καθεμιά, καταλήγουν σε πολύ υψηλότερες αρνητικές προβλέψεις. Δύο ανεξάρτητες μελέτες εκτιμούν επίπτωση της τάξης του 5-9% του ΑΕΠ γύρω στο 2050 ή λίγο αργότερα, δηλαδή σε 30-35 χρόνια από σήμερα. Λαμβάνοντας υπόψη τις προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών για το κυπριακό ΑΕΠ, η επίπτωση αυτή αντιστοιχεί σε 2,5-5 δισ. Ευρώ το 2050 σε σημερινές τιμές. Επειδή η επίδραση θα είναι σταδιακή, αν θεωρήσουμε ότι θα αυξάνεται γραμμικά από το 2030, το σωρευτικό κόστος μπορεί να φτάσει τα 15-30 δις. την περίοδο 2030-2050 σε σημερινές τιμές.

Άλλη μελέτη εκτιμά ακόμα μεγαλύτερες αρνητικές επιπτώσεις, καθότι εξετάζει την επίδραση από τα ακραία καιρικά φαινόμενα στην οικονομική δραστηριότητα, και προβλέπει μείωση άνω του 10% του ΑΕΠ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ακόμα και από αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου (που έχει ήδη ξεπεραστεί στην περιοχή μας). Οι επιδράσεις αυτές θα είναι «μόνιμες», δηλαδή δεν θα αποτελούν μια φυσική καταστροφή που μπορεί να αποκατασταθεί μέσα σε σύντομο χρόνο, αλλά θα επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα σε βάθος πολλών ετών ή δεκαετιών.

Ας σημειωθεί ότι οι εκτιμήσεις των μελετών αυτών είναι μάλλον συντηρητικές, αφενός γιατί μερικές επιπτώσεις δεν μετριούνται με το ΑΕΠ (π.χ. ανθρώπινη υγεία ή οικοσυστήματα), οπότε δεν μπορούν να εκτιμηθούν με αυτές τις μεθόδους, ενώ άλλες επιπτώσεις (όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας) δεν μπορούν να εκτιμηθούν επαρκώς με οικονομετρικές μεθόδους γιατί δεν έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν ώστε να αναλυθούν για το μέλλον. Από την άλλη πλευρά, επειδή κάποιες χώρες έχουν ήδη λάβει περισσότερα μέτρα προσαρμογής (π.χ. η Κύπρος έχει επαρκείς κλιματιζόμενους χώρους σε οικίες και γραφεία), μπορεί κάποιες αρνητικές επιπτώσεις να υπερεκτιμώνται από τις μελέτες.

Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα που προκύπτει από την πρόσφατη βιβλιογραφία είναι ότι η επίπτωση της κλιματικής κρίσης, εκφρασμένη ως ποσοστό του ΑΕΠ, μπορεί να φτάσει σε διψήφια ποσοστά σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Από άποψη κόστους και οφέλους, αυτό σημαίνει ότι μέτρα αποτροπής της κλιματικής αλλαγής που σήμερα θεωρούνται σχετικά ακριβά μπορεί να ωφελήσουν τη χώρα πολλαπλάσια σε σύγκριση με την απουσία κλιματικής πολιτικής. Ακόμα και αν οι χώρες του υπόλοιπου κόσμου δεν ακολουθήσουν την Ευρώπη σε εξίσου φιλόδοξες προσπάθειες μετριασμού της κλιματικής κρίσης, παρόλα αυτά οι ευρωπαϊκές πολιτικές πρέπει να υλοποιηθούν γιατί θα ωφελήσουν σημαντικά τις ευρωπαϊκές χώρες.

 

Συχνά, η εκτίμηση του κόστους στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από τα μέτρα της πράσινης μετάβασης συγκρίνεται με το κόστος από τη συνέχιση της παρούσας κατάστασης. Όμως αυτή η σύγκριση είναι λανθασμένη, γιατί η παρούσα κατάσταση δεν θα συνεχιστεί. Οι συνθήκες αλλάζουν, οπότε το κόστος της μετάβασης θα πρέπει να συγκρίνεται έναντι του κόστους που θα επιφέρει η απουσία κλιματικής πολιτικής. Σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος που επηρεάζονται εντονότατα από την κλιματική αλλαγή, χωρίς τα κατάλληλα μέτρα οι συνέπειες στα ευάλωτα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις θα είναι μεγάλες.
 
Πρόσφατη πανευρωπαϊκή μελέτη που διενεργήθηκε για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αναδεικνύει ότι η Κύπρος αναμένεται να είναι από τις χώρες με τις εντονότερες αρνητικές επιπτώσεις στα ευάλωτα νοικοκυριά λόγω κλιματικής αλλαγής. Θα αυξηθούν οι δαπάνες των νοικοκυριών για τρόφιμα, ηλεκτρισμό και υπηρεσίες υγείας. Αυτές οι κατηγορίες δαπανών είναι αντίστροφα προοδευτικές (regressive), δηλαδή τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για αυτές. Επίσης, αναμένονται αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα της εργασίας και πιθανώς σταδιακή απώλεια της αξίας της ακίνητης περιουσίας των νοικοκυριών.
 
Επομένως, τόσο οι πολιτικές για μετριασμό της κλιματικής αλλαγής όσο και τα μέτρα προσαρμογής στην αναπόφευκτη αλλαγή του κλίματος που ήδη συντελείται, συμφέρουν στην κυπριακή οικονομία και κοινωνία. Παρόλο ότι στο παρόν Σχόλιο αναφέρθηκαν σποραδικά μελέτες που εκτιμούν το κόστος σε επιμέρους τομείς, μια αναλυτικότερη εξέταση του κόστους και του οφέλους – που αυτή τη στιγμή απουσιάζει – θα μπορεί να δείξει εναργέστερα ότι τα μέτρα προστασίας από την κλιματική αλλαγή οδηγούν σε πιο ανθεκτική και πιο δίκαιη κοινωνία.
 
Αναλύσεις κόστους-οφέλους και επικινδυνότητας
Συνήθως, στον δημόσιο διάλογο και στις προτεραιότητες των κρατικών υπηρεσιών, γίνεται λόγος για την ανάγκη κατάρτισης αναλύσεων κόστους-αποδοτικότητας (cost-effectiveness) και κόστους-οφέλους (cost-benefit) για την τεχνο-οικονομική αξιολόγηση επενδύσεων και μέτρων πολιτικής. Αυτό είναι απαραίτητο, δεδομένου ότι οι ανάγκες είναι πολλές αλλά οι δημόσιοι πόροι πεπερασμένοι.
 
Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, υπό συνθήκες μακροχρόνιου σχεδιασμού σε ορίζοντα 30-50 χρόνων και με αβεβαιότητες ως προς τη δυναμική της κλιματικής αλλαγής αλλά και τις δυνατότητες πολλών τεχνολογικών λύσεων, οι πιο πάνω αναλύσεις είναι χρήσιμες αλλά ανεπαρκείς. Μέτρα που σήμερα φαίνονται πολύ ακριβά και μια συνήθης ανάλυση κόστους-οφέλους θα τα χαρακτήριζε ασύμφορα, πιθανώς να είναι απαραίτητα για την αποτροπή χειρότερων επιπτώσεων.
 
Για τον λόγο αυτό, η συμβατική τεχνο-οικονομική ανάλυση χρειάζεται να συνδυαστεί με μεθόδους «ανάλυσης κινδύνων και ευκαιριών (Risk-Opportunity Analysis)» για να διαμορφωθούν προτάσεις πολιτικής προς αντιμετώπιση προβλημάτων με μακροχρόνιο ορίζοντα, υψηλή αβεβαιότητα και ανομοιομορφία στις επιπτώσεις ανά τομέα της οικονομίας. Η κλιματική αλλαγή και η ενεργειακή μετάβαση ανήκουν προφανώς στην κατηγορία τέτοιων προβλημάτων. Όπως έδειξε φέτος ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος στην πανευρωπαϊκή ανάλυση επικινδυνότητας που διεξήγαγε (European Climate Risk Assessment), οι κίνδυνοι της κλιματικής κρίσης επηρεάζουν τους συντριπτικά περισσότερους τομείς δημόσιας πολιτικής και πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως οι κίνδυνοι εθνικής ασφάλειας και όπως αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί τους αντίστοιχους κινδύνους.
 
Ένα παράδειγμα όπου πρέπει – πέρα από την ανάλυση κόστους-οφέλους – να διασφαλιστεί ότι ελαχιστοποιείται η επικινδυνότητα, είναι η ασφάλεια της ηλεκτρικής μας τροφοδοσίας. Ο εξηλεκτρισμός ολόκληρης της οικονομίας έως το 2050 καθιστά απολύτως απαραίτητη την ανθεκτικότητα της χώρας έναντι ανεπάρκειας ηλεκτρισμού. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις στην ηλεκτροπαραγωγή, στο ηλεκτρικό δίκτυο, στις διασυνδέσεις κλπ. θα πρέπει να διασφαλίζουν τη χώρα έναντι περιστατικών πολύ μικρής πιθανότητας αλλά πολύ μεγάλων επιπτώσεων (tail risks). Τέτοια περιστατικά είναι π.χ. η ξαφνική αστοχία μιας μεγάλης μονάδας ηλεκτροπαραγωγής, μια καταστροφή στο δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρισμού λόγω παρατεταμένου καύσωνα, ή μια κυβερνο-επίθεση στο ψηφιοποιημένο δίκτυο. Για να αποφευχθεί μεγάλη ζημία στην οικονομική δραστηριότητα και στην ασφάλεια της χώρας, θα πρέπει να υπάρχουν σχέδια αποτροπής τέτοιων κινδύνων, ακόμα και αν δεν υπακούν αυστηρά σε αναλύσεις κόστους-οφέλους.
 
Αντίστοιχα παραδείγματα προσφέρουν οι δασικές πυρκαγιές, με τον σχεδιασμό να έχει προτεραιότητα στο να μην υπάρξουν απώλειες ανθρώπινων ζωών, ή η ασφάλεια των παράκτιων υποδομών, ώστε να μην κινδυνεύσει καμία κρίσιμη υποδομή λόγω πλημμυρών ή διαβρώσεων που θα οφείλονται σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Στην εποχή της κλιματικής κρίσης, η πρωτοφανής ένταση κάποιων φαινομένων οδηγεί στην ανάγκη να αντιμετωπίζονται αυτά τα φαινόμενα όπως οι προκλήσεις στην εθνική ασφάλεια.

 

Συμπέρασμα

Στην περίπτωση της Κύπρου, η πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης αποτελεί ταυτόχρονα καλή οικονομική και κοινωνική πολιτική. Η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα θα ευνοήσει την ποιότητα ζωής και είναι σε θέση να δώσει ώθηση σε οικονομικές ευκαιρίες και μείωση του ενεργειακού κόστους. Αντί να δίνεται έμφαση μόνο στο βραχυπρόθεσμο κόστος των μέτρων για αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα σοβαρά μεσοπρόθεσμα οφέλη που θα προκύψουν για την κοινωνία. Αυτό προϋποθέτει να ακολουθηθεί μια σταθερή και συνεχής πορεία προς την απανθρακοποίηση, με επενδύσεις, ρυθμιστικές αποφάσεις και οικονομικά κίνητρα που θα διαχέουν τα οφέλη της πράσινης μετάβασης στην κοινωνία. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται πρέπει να αξιολογούνται έχοντας ως σημείο αναφοράς όχι την παρούσα κατάσταση, που δεν είναι διατηρήσιμη, αλλά τη νέα κανονικότητα (business-as-usual), που χαρακτηρίζεται από τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής ήδη τα αμέσως επόμενα χρόνια, αλλά και από το κόστος της συνέχισης της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα.

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών υποδηλώνουν όλο και περισσότερο ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορεί να υπερβούν τα οικονομικά και κλιματικά σενάρια με τα οποία πορευτήκαμε έως σήμερα. Επομένως, είναι επιτακτική ανάγκη οι πολιτικές μετριασμού και προσαρμογής που σχεδιάζονται από τις κυπριακές αρχές να αντισταθμίσουν αυτή την αβεβαιότητα με την ανάπτυξη μέτρων που λαμβάνουν επίσης υπόψη τις επιπτώσεις των κλιματικών κινδύνων. Αν αυτό δεν γίνει, η χώρα μπορεί να μείνει επικίνδυνα εκτεθειμένη στις ακραίες και απροσδόκητες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.

 

Publications & Media